-
1 узда
-
2 осаживать
осаживатьнесов1. (лошадь) ἀναχαιτίζω·2. перен разг βάζω χαλινάρι σέ κάποιον, κόβω τή φόρα κάποιου· ◊ осада назад! πίσω! -
3 повод
повод Iм ἡ ἀφορμή:по \поводу ὡς προς, ὀσον ἀφορᾶ· по какому \поводу? γιά ποιο λόγο;, προς τί;· по всякому \поводу γιά τό κάθε τι, γιά ψύλλου πήδημα· без всякого \повода χωρίς καμμιά ἀφορμή, στά καλά καθούμενα· дать \повод δίνω ἀφορμή.повод IIм (у лошади) τό χαλινάρι, ὁ χαλινός, τά γκέμια· ◊ быть у кого́-л. на \поводу́ μέ τραβά (или μέ σέρνει) κάποιος ἀπό τή μύτη. -
4 удила
удиламн. τό χαλινάρι, ὁ χαλινός, ὁ κημός:закусить \удила прям., перен τρέχω й-τί-γκράτητος, παίρνω πολύ φόρα -
5 узда
узд||аж прям., перен τό χαλινάρι» ὁ χαλινός, τό καπίστρι· ◊ держать в \уздае кого́-л. κρατώ κάποιον ὑποχείριο μου. -
6 удила
[ουντίλα] ουσ. κληθ. χαλινάρι -
7 узда
[ουζντά] ουσ. θ. καπίστρι, χαλινάρι -
8 удила
[ουντίλα] ουσ πληθ χαλινάρι -
9 узда
[ουζντά] ουσ θ καπίστρι, χαλινάρι -
10 обуздать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обузданный, βρ: -дан, -а, -о.1. περνώ, βάζω χαλινάρι.2. μτφ. χαλιναγωγώ, τιθασεύω, υποτάσσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω. -
11 поводок
-дка α. χαλιναράκι χαλινάρι. || περιδερίδα (κρίκος) πρόσδεσης ζώου. || πετονιά, ορμιά.
См. также в других словарях:
χαλινάρι — το / χαλινάριον, ΝΜΑ ο χαλινός νεοελλ. μτφ. μέσο συγκράτησης, αναχαίτισης, περιορισμού (α. «το χει παρακάνει, χρειάζεται χαλινάρι» β. «πρέπει να βάλεις χαλινάρι στη γλώσσα σου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), πρβλ. θηκ άρι(ον)] … Dictionary of Greek
χαλινάρι — το 1. χαλινός. 2. μέσο συγκρατημού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αστόμιος — ἀστόμιος, ον (Α) (για άλογο) αυτός που δεν δέχεται χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + στόμιον («άνοιγμα, χαλινάρι») < στόμα] … Dictionary of Greek
μονάμπυξ — μονάμπυξ, ὁ και ἡ (ΑΜ) (για άλογα) αυτός που έχει μόνο χαλινάρι («τέθριππά θ οἳ ζεύγνυσθε καὶ μονάμπυκας πώλους», Ευρ.) αρχ. (για ταύρο) αυτός που είναι μόνος στο ζυγό. [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + ἄμπυξ «χαλινάρι» (πρβλ. λιπαρ άμπυξ, χρυσ άμπυξ)] … Dictionary of Greek
ακαπίστρωτος — ακαπίστρωτος, η, ο και ξεκαπίστρωτος, η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν έχει καπίστρι, χαλινάρι: Είχαν αφήσει το μουλάρι ακαπίστρωτο. 2. αυτός που δεν έχει ηθικό χαλινάρι, ασύδοτος: Μερικοί από τους νέους ήθελαν να φαίνονται πως είναι ακαπίστρωτοι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-άρι — κατάλ. ουδέτερων ουσ. της Νέας Ελληνικής με πλήθος παραγώγων. Συνδέεται ετυμολογικά με την κατάλ. άριο* < αρχ. υποκορ. κατάλ. άριον ή < μσν. κατάλ. άριον < λατ. κατάλ. arium. Ήδη στους μεσαιωνικούς χρόνους απαντά η κατάλ. άριν (<… … Dictionary of Greek
Χαλινίτις — ίτιδος, ἡ, Α (ως προσωνυμία τής Αθηνάς) αυτή που έβαλε χαλινάρι στον Πήγασο, που βοήθησε τον Βελλεροφόντη να τόν χαλιναγωγήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλινός + κατάλ. ῖτις, ίτιδος (πρβλ. ἁμαξ ῖτις)] … Dictionary of Greek
άστομος — η, ο (Α ἄστομος, ον) 1. αυτός που δεν έχει στόμα 2. ο άφωνος, ο αμίλητος αρχ. 1. (για σκύλους) αυτός που έχει μαλακό στόμα, που δεν μπορεί να κρατήσει κάτι με τα δόντια 2. (για άλογα) ο σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται χαλινάρι 3. (για… … Dictionary of Greek
αερόφρενο — το τεχνολ. σύστημα πεδήσεως οχημάτων (τραίνων, φορτηγών αυτοκινήτων, λεωφορείων), που λειτουργεί με πεπιεσμένο αέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + φρένο απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. aerofrein, νόθο σύνθ. < ελλ. λ. αήρ + λατ. λ. frenum ( … Dictionary of Greek
αμπυκτήρ — ἀμπυκτήρ ( ῆρος), ο (Α) [ἄμπυξ] χαλινάρι, γκέμια αλόγου … Dictionary of Greek
ανία — (I) η (AM ἀνία) νεοελλ. η στενοχώρια και η κακοκεφιά που προκαλεί η έλλειψη οποιασδήποτε ασχολίας ή η μονότονη επανάληψη των ίδιων εντυπώσεων και παραστάσεων, πλήξη αρχ. ανησυχία, στενοχώρια, θλίψη, πόνος, ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.… … Dictionary of Greek